-
Το καλάθι αγορών είναι άδειο!
Η υγεία του εντέρου αποτελεί βασικό πυλώνα της συνολικής υγείας μας, επηρεάζοντας την πέψη, το ανοσοποιητικό σύστημα και ακόμη και την ψυχική υγεία. Τα τελευταία χρόνια, η επιστημονική έρευνα έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο των μικροοργανισμών που κατοικούν στο έντερό μας, και δύο από τους πιο σημαντικούς παράγοντες σε αυτό το πεδίο αποτελούν τα προβιοτικά και τα πρεβιοτικά. Παρόλο που οι όροι αυτοί συχνά συγχέονται, λόγω της ομοιότητας που έχουν ως λέξεις, έχουν διαφορετικές λειτουργίες και οφέλη. Ποια είναι η διαφορά μεταξύ τους και ποια τα πλεονεκτήματα που έχουν για τον οργανισμό μας; Ας δούμε αναλυτικά παρακάτω τις ιδιότητές τους καθώς και τον ρόλο που διαδραματίζουν στη διατροφή μας.
Τα προβιοτικά πρόκειται κυρίως για "καλά" ή αλλιώς “χρήσιμα” βακτήρια, τα οποία συμβάλλουν στη διατήρηση της μικροβιακής ισορροπίας στο έντερο και προάγουν την υγεία του πεπτικού συστήματος, βοηθώντας το να απορροφήσει αποτελεσματικά όλα τα απαραίτητα συστατικά των τροφών που καταναλώνουμε. Τα πιο κοινά στελέχη προβιοτικών περιλαμβάνουν τα Lactobacillus και Bifidobacterium.
Πηγές προβιοτικών:
Τα πρεβιοτικά αποτελούν τύποι φυτικών ινών που χρησιμεύουν ως "τροφή" για τα καλά βακτήρια του εντέρου. Συγκεκριμένα περνούν άπεπτα, κατευθείαν στο παχύ έντερο, βοηθώντας στη διατήρηση ενός υγιούς εντερικού περιβάλλοντος και ενισχύοντας την ανάπτυξη των προβιοτικών αποτελώντας όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα την τροφή τους. Τα πρεβιοτικά υπάρχουν σε φυσικά προϊόντα, αλλά μπορούν επίσης να προστεθούν στα τρόφιμα. Ο σκοπός αυτής της προσθήκης είναι η βελτίωση της διατροφικής αξίας.
Πηγές πρεβιοτικών:
Τα προβιοτικά και τα πρεβιοτικά παίζουν σημαντικό ρόλο στη συνολική υγεία του οργανισμού, επηρεάζοντας θετικά διάφορες λειτουργίες:
Τα προβιοτικά είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ισορροπίας του ανθρώπινου εντερικού μικροβιόκοσμου. Πολυάριθμες επιστημονικές αναφορές επιβεβαιώνουν τη θετική τους επίδραση στην υγεία του ξενιστή. Τα προβιοτικά όπως αναφέρθηκε συμβάλλουν θετικά σε νόσους, π.χ. στην παχυσαρκία, στο σύνδρομο αντίστασης στην ινσουλίνη, στον διαβήτη τύπου 2 και στη μη αλκοολική ηπατική στεάτωση. Φαίνεται επίσης ότι τα προβιοτικά μπορεί να είναι χρήσιμα στη θεραπεία του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου, της εντερίτιδας, των βακτηριακών λοιμώξεων και διαφόρων γαστρεντερικών διαταραχών και διάρροιας. Τα προβιοτικά είναι επίσης αποτελεσματικά στην ανακούφιση της δυσανεξίας στη λακτόζη και στη θεραπεία της ατοπικής δερματίτιδας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η θετική επίδραση των προβιοτικών στην πορεία διαφόρων νεοπλασματικών ασθενειών και των παρενεργειών που σχετίζονται με αντικαρκινικές θεραπείες.
Τα πρεβιοτικά µπορούν να χρησιµοποιηθούν ως εναλλακτική λύση στα προβιοτικά ή ως πρόσθετη υποστήριξή τους. Αποδεικνύεται ότι η ανάπτυξη βιοθεραπευτικών σκευασμάτων που περιέχουν τόσο κατάλληλα μικροβιακά στελέχη όσο και συνεργιστικά πρεβιοτικά μπορεί να οδηγήσει στην ενίσχυση της προβιοτικής επίδρασης στο λεπτό έντερο και στο παχύ έντερο. Αυτά τα «ενισχυμένα» προβιοτικά προϊόντα μπορεί να είναι ακόμη πιο αποτελεσματικά και η προστατευτική και διεγερτική τους δράση ανώτερη από τα συστατικά τους που χορηγούνται χωριστά.
Συμπέρασμα
Τα προβιοτικά και τα πρεβιοτικά είναι αλληλένδετα και παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση μιας υγιούς εντερικής μικροχλωρίδας. Η ενσωμάτωσή τους στη διατροφή μέσω φυσικών τροφών ή συμπληρωμάτων μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην υγεία του εντέρου, στην πέψη και στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Σε περίπτωση που ενδιαφέρεστε περαιτέρω για το συγκεκριμένο θέμα, συμβουλευτείτε ανάλογα τις ανάγκες σας, έναν επιστήμονα υγείας.
Η Μάρω Ζώη είναι Διαιτολόγος-Διατροφολόγος με μεταπτυχιακό στην Κλινική Διατροφή και εξειδίκευση στις διατροφικές διαταραχές. Μοιράζεται μαζί μας τις επιστημονικές της γνώσεις πάνω στη διατροφή και μας παρουσιάζει τρόπους βελτιστοποίησης της υγείας μας μέσα από τα άρθρα της.